σιναπικός

σιναπικός
η , ό[ν] горчичный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σιναπικός" в других словарях:

  • σιναπικός — ή, ό, Ν [σινάπι] 1. αυτός που γίνεται με σινάπι ή που προέρχεται από σινάπι 2. φρ. «σιναπικό οξύ» χημ. ακόρεστο αρωματικό οξύ, γνωστό και ως 4 υδροξυ 3, 5 διμεθοξυ κιναμμωμικό οξύ, τού οποίου ο εστέρας με χολίνη αποτελεί τη σιναπίνη που εξάγεται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»